ερίφης

ερίφης
ο , ερίφισσα η
1) бедняга; 2) ирон. умник, хитрец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερίφης" в других словарях:

  • ερίφης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα 1. άνθρωπος ανόητος, που προσπαθεί να κάνει τον έξυπνο, πονηρός: Ο ερίφης τα θέλει όλα δικά του. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, κακόμοιρος: Ο ερίφης κόντεψε να καεί ζωντανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερίφης — ο (θηλ. ερίφισσα) 1. ατυχής, άθλιος, κοκομοίρης 2. πονηρός, κατεργάρης 3. σκληρόκαρδος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. herif] …   Dictionary of Greek

  • Ἐρίφης — Ἐρίφη fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφης — ἐρί̱φης , ῥίπτω throw aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»